-
1 самолёт
-а α. αεροπλάνο•реактивный самолёт αεριωθούμενο αεροπλάνο•
разведывательный αναγνωριστικό αεροπλάνο•
учебный самолёт εκπαιδευτικό αεροπλάνο•
пассажирский самолёт επιβατικό αεροπλάνο•
военный самолёт στρατιωτικό αεροπλάνο•
транспортный самолёт μεταγωγικό αεροπλάνο•
двухмоторный самолёт δικινητήριο αεροπλάνο.
-
2 реактивный
реактивный πυραυλοκίνητος· πυραυλικός (ракетный\реактивный самолёт το αεριωθούμενο αεροπλάνο* * *πυραυλοκίνητος; πυραυλικός ( ракетный)реакти́вный самолёт — το αεριωθούμενο αεροπλάνο
-
3 реактивный
реактивныйприл πυραυλοκίνητος, ἀεριωθούμενος:\реактивный двигатель ὁ ἀεριωθούμενος κινητήρας· \реактивный снаряд τό πυραυλοκίνητο βλήμα· \реактивный самолет τό ἀεριωθούμενο ἀεροπλάνο. -
4 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
См. также в других словарях:
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αεριωθούμενο — το (Αερον.) αεροπλάνο που χρησιμοποιεί για την πρόωση του κινητήρα αεριωθήσεως … Dictionary of Greek
αεριωθούμενο — το αεροπλάνο που κινείται με στροβιλοαντιδραστήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ντε Χάβιλαντ, Τζέφρι — (Jefrey de Havilland, Χάσλεμερ, Σάρεϊ 1885 – Λονδίνο 1965). Άγγλος αεροναυπηγός και μηχανικός. Υποστήριξε με πίστη τις πρωτοποριακές εξελίξεις της αεροναυτικής και το 1910 πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση με αεροπλάνο που σχεδίασε ο ίδιος. Προς … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek